- αγκυλώνω
- [-ω(ο)] μετ.1) колоть; жалить; 2) перен. ранить; причинять душевную боль (кому-л.); τα λόγια του μ· αγκυλώσανε его слова меня задели; 3) дразнить, сердить, раздражать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκυλώνω — αγκυλώνω, αγκύλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκυλώνω — (Α ἀγκυλῶ, όω) νεοελλ. 1. κεντρίζω, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο (αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) 2. ερεθίζω, ενοχλώ, πειράζω αρχ. κάνω κάτι αγκύλο, κυρτώνω, κάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος. ΠΑΡ. αγκυλωτός αρχ. ἀγκύλωσις νεοελλ. αγκυλωσιά] … Dictionary of Greek
αγκυλώνω — (και αγκελώνω),αγκύλωσα, αγκυλώθηκα, αγκυλωμένος 1. κεντώ, τρυπώ: Πήγα να κόψω το τριαντάφυλλο κι αγκυλώθηκα. 2. πειράζω, πληγώνω: Τα λόγια του μ αγκυλώσανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
αγκυλίζω — [αγκύλι] 1. (για έντομα) αγκυλώνω, κεντρίζω, τσιμπάω 2. μπήζω το μαχαίρι, τραυματίζω 3. ενοχλώ, πειράζω … Dictionary of Greek
αγκυλωσιά — η [αγκυλώνω] η αγκυλωματιά* … Dictionary of Greek
αγκυλωτήρι — το [αγκυλώνω] (για πρόσωπα) αυτός που τού αρέσει να αγκυλώνει, να ενοχλεί τους άλλους (πειραχτήρι) … Dictionary of Greek
αγκυλωτής — ο [αγκυλώνω] 1. αυτός που συνηθίζει να ενοχλεί τους άλλους 2. αυτός που παροτρύνει στο κακό, ο ραδιουργός … Dictionary of Greek
αγκυλώ — ἀγκυλῶ ( όω) (Α) [ἀγκύλος] βλ. αγκυλώνω … Dictionary of Greek
αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… … Dictionary of Greek